- ορυκτοτεχνία
- η1. παλαιός όρος που δήλωνε την αναζήτηση τών ορυκτών2. τεχνολ. η τέχνη τής κατεργασίας ορυκτών, η οποία περιλαμβάνει, κυρίως, τη μεταλλοτεχνία και την κατεργασία τών πολύτιμων και ημιπολύτιμων λίθων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορυκτό + τέχνη].
Dictionary of Greek. 2013.